- κολάσιμος
- -η, -οαυτός που είναι άξιος τιμωρίας, αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί, καταδικαστέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολάσιμος — η, ο ο άξιος τιμωρίας, αξιόποινος: Η πράξη αυτή είναι κολάσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξιόποινος — η, ο (Α ἀξιόποινος, ον) αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος αρχ. εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει … Dictionary of Greek
ατιμώρητος — η, ο (AM ἀτιμώρητος, ον) 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα 2. ο χωρίς εκδίκηση νεοελλ. αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος μσν. ανώδυνος αρχ. αβοήθητος, ανυπεράσπιστος … Dictionary of Greek